οικοκυρική

οικοκυρική
η
το σύνολο των γνώσεων για καλή διοίκηση, συντήρηση του σπιτιού, αλλ. οικιακή οικονομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οικοκυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοικοκύρη ή στη νοικοκυρά, ιδίως ο σχετικός με τις ασχολίες τής νοικοκυράς («οικοκυρική σχολή») 2. το θηλ. ως ουσ. η οικοκυρική οι γνώσεις που πρέπει να έχει η νοικοκυρά για τη διεύθυνση και τη… …   Dictionary of Greek

  • οικιακός — ή, ό (Α οἰκιακός, ή, όν) [οικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη τής οικογένειας μέσα στο σπίτι β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Καλυβιανής, μονή — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηρακλείου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως. Ιδρύθηκε το 1968. Στον περίβολο του μοναστηριού υπάρχει και η παλαιότερη εκκλησία, Παναγία η Καλυβιανή, η οποία έχει χτιστεί στα τέλη του 19ου …   Dictionary of Greek

  • Χαροκόπος, Παναγής — Επιχειρηματίας και πολιτευτής. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Από νεαρή ηλικία έφυγε από την πατρίδα του και πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Ρουμανία, όπου ασχολήθηκε με τις γεωργικές επιχειρήσεις. Εκεί, σημείωσε τόση επιτυχία στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”